καθαρμό

καθαρμό
temizleme, paklama

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ρήνεια — Η σημερινή Μεγάλη Δήλος (υψόμ. 15 μ.). Το νησί ανήκει στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Όπως αναφέρει ο Θουκυδίδης (Ιστορία, Γ’ 104), η Ρ. απέχει τόσο λίγο από τη Δήλο, ώστε ο τύραννος των Σαμίων Πολυκράτης, όταν κάποτε είχε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… …   Dictionary of Greek

  • αγνευτικός — ἁγνευτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που διατηρεί τον εαυτό του αγνό, καθαρό, σε αντίθεση με τον αφροδισιαστικό* 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καθαιρεί, που εξαγνίζει, ο καθαρτήριος: «ἁγνευτικαὶ ἡμέραι», ημέρες καθαρμού από τις αμαρτίες (σε πάπυρο) 3.… …   Dictionary of Greek

  • καθαρτήριος — α, ο (AM καθαρτήριος, ον) [καθαρτήρ] αυτός που γίνεται για εξαγνισμό, αυτός που προκαλεί καθαρμό («καθαρτήριοι θυσίαι», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. (κατά τη διδασκαλία τής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας) το καθαρτήριο(ν) ο τόπος όπου… …   Dictionary of Greek

  • κραδίας — κραδίας, ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) [κράδη] 1. (για τυρί) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς 2. φρ. μουσ. «κραδίης νόμος» αυλητικός νόμος ο οποίος εκτελούνταν κατά τη μαστίγωση τών φαρμακών, δηλαδή τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας… …   Dictionary of Greek

  • νίβω — και νίπτω και νίφτω (AM νίπτω και νίβω, Α και νίζω, Μ και νίβγω) 1. (αρχ. και μέσ. νίπτομαι) πλένω μέρος τού σώματος, ιδίως το πρόσωπο και τα χέρια 2. κάνω καθαρμό, καθαίρω, εξαγνίζω («νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν», βυζαντ. καρκινική επιγρ. σε… …   Dictionary of Greek

  • οπλοκαθαρμός — ὁπλοκαθαρμός, ὁ (Α) τελετή για τον θρησκευτικό καθαρμό και εξαγνισμό τών όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + καθαρμός] …   Dictionary of Greek

  • περιθείωμα — τὸ, Α [περιθειώ] το απόμαγμα, ό,τι πετιέται μετά τον καθαρμό …   Dictionary of Greek

  • ράνσις — εως, ἡ, Α [ῥαίνω] ραντισμός ναού με κρασί, πιθανώς για καθαρμό …   Dictionary of Greek

  • ραντίζω — ραντίζω, ΝΜΑ [ῥαντός] βρέχω με ρανίδες, με σταγόνες νερού ή άλλου υγρού, ραίνω, κυρίως για αγιασμό ή καθαρμό (α. «ῥαντιεῑς με ὑσσώπῳ καὶ καθαρισθήσομαι», ΠΔ β. «τὸ αἷμα ταύρων... ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει...», ΚΔ) νεοελλ. ψεκάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”